τετράτομος

τετράτομος
-η, -ο
αυτός που αποτελείται από τέσσερις τόμους: Τετράτομο λεξικό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τετράτομος — η, ο / τετράτομος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. (για βιβλίο) αυτός που αποτελείται από τέσσερεις τόμους («τετράτομη έκδοση») μσν. αρχ. ο κομμένος σε τέσσερα τεμάχια («τετράτομα ξύλα», επιγρ.) αρχ. αυτός που έχει τέσσερεις κυλίνδρους («χάρτας τετρατόμους», πάπ …   Dictionary of Greek

  • τετρατόμοιο — τετράτομος cut into four pieces masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρατόμοις — τετράτομος cut into four pieces masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… …   Dictionary of Greek

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

  • Οικονομόπουλος, Διονύσιος — (Πάτρα 1830 –Κάιρο 1890). Γιατρός, δημοσιογράφος και συγγραφέας. Καταγόταν από τη Λέρο. Το 1860 ίδρυσε στο Ναύπλιο το περιοδικό Ιατρός του Λαού, του οποίου την έκδοση συνέχισε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1862, ως παράρτημα της εβδομαδιαίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”